παρομοίω — παρόμοιος closely resembling masc/neut nom/voc/acc dual παρόμοιος closely resembling masc/neut gen sg (doric aeolic) παρόμοιος closely resembling masc/fem/neut nom/voc/acc dual παρόμοιος closely resembling masc/fem/neut gen sg (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρομοίῳ — παρόμοιος closely resembling masc/neut dat sg παρόμοιος closely resembling masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρομοιώνω — παρομοιῶ, όω ΝΜΑ [παρόμοιος] θεωρώ ή παριστάνω κάτι ως όμοιο με άλλο, συγκρίνω, παραβάλλω, παρομοιάζω, εικονίζω με σύγκριση (α. «επειδή ήτο κάπως... στρογγύλη το σώμα, τὴν παρομοίωσαν με τους χονδρούς κοφίνους», Παπαδ. β. «παρομοιοῡν τινά τινι»,… … Dictionary of Greek
παρομοίωση — η / παρομοίωσις, ΝΜΑ [παρομοιώ] 1. σχήμα λόγου κατά το οποίο γίνεται παραλληλισμός ή σύγκριση ενός πράγματος με άλλο, με παρεμβολή τών λέξεων ὡς, σάν, ωσάν, όπως, καθώς κ.ά. (α. «ὡσάν επὶ τήν άπειρον / θάλασσαν τών ονείρων / ψυχαί νεκρών… … Dictionary of Greek